αποτιμώντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Μετοχή[επεξεργασία]

αποτιμώντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αποτιμώ
    Αποτιμώντας την επιχείρηση, διαπίστωσαν ότι είχαν παθητικό, Αποτιμώντας τις ζημίες...
    Αποτιμώντας τις πολιτικές εξελίξεις,ένιωσαν μεγάλη απογοητευση
    Αποτιμώντας τους κινδύνους, έκριναν σκόπιμο να μην προχωρήσουν στην επένδυση