απροειδοποίητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απροειδοποίητα < απροειδοποίητος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

απροειδοποίητα

  1. χωρίς προειδοποίηση, ξαφνικά
  2. χωρίς να πληροφορηθεί ή να ενημερωθεί κανείς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]