αράουτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αράουτ < αγγλική around (παρετυμολογημένο με το out)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αράουτ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]