αρθροσκοπικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αρθροσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρθροσκοπικό
αρθροσκοπικά