αροτριώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αροτριώνω < άροτρο

Ρήμα[επεξεργασία]

αροτριώνω

  • οργώνω, ανασκάβω τη γη με άροτρο
    ο αγρότης αροτριώνει τη γη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]