αρούρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρούρι < αρουραίος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρούρι ουδέτερο

  1. (οικείο) άλλη μορφή του αρουραίος
  2. (στρατιωτική αργκό) νέος φαντάρος

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συνήθως χρησιμοποιείται μόνο σε μεταφορικές σημασίες των λέξεων αρουραίος και ποντικός