αρούρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρούρι < αρουραίος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρούρι ουδέτερο
- (οικείο) άλλη μορφή του αρουραίος
- (στρατιωτική αργκό) νέος φαντάρος
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνήθως χρησιμοποιείται μόνο σε μεταφορικές σημασίες των λέξεων αρουραίος και ποντικός