αρουραίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρουραῖος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρουραίος οι αρουραίοι
      γενική του αρουραίου των αρουραίων
    αιτιατική τον αρουραίο τους αρουραίους
     κλητική αρουραίε αρουραίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας αρουραίος.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρουραίος < αρχαία ελληνική < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂erh₃- (οργώνω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɾuˈɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρου‐αί‐ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρουραίος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

αρχαία ελληνικά:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]