Μετάβαση στο περιεχόμενο

rat

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Rat, RAT

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rat (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) ο αρουραίος
  2. (αργκό) ο χαφιές



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rat rats

rat (fr) αρσενικό



Σερβικά (sr)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rat (sr)

  • λατινική γραφή του рат