αρπακολλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρπακολλώ < αρπάζω + κολλώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αρπακολλώ (παθητική φωνή: αρπακολλιέμαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]