αρπακολλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αρπακολλώ (παθητική φωνή: αρπακολλιέμαι)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρπακολλάω - αρπακολλώ | αρπακολλούσα | θα αρπακολλάω - αρπακολλώ | να αρπακολλάω - αρπακολλώ | αρπακολλώντας | |
β' ενικ. | αρπακολλάς | αρπακολλούσες | θα αρπακολλάς | να αρπακολλάς | αρπακόλλα - αρπακόλλαγε | |
γ' ενικ. | αρπακολλάει - αρπακολλά | αρπακολλούσε | θα αρπακολλάει - αρπακολλά | να αρπακολλάει - αρπακολλά | ||
α' πληθ. | αρπακολλάμε - αρπακολλούμε | αρπακολλούσαμε | θα αρπακολλάμε - αρπακολλούμε | να αρπακολλάμε - αρπακολλούμε | ||
β' πληθ. | αρπακολλάτε | αρπακολλούσατε | θα αρπακολλάτε | να αρπακολλάτε | αρπακολλάτε | |
γ' πληθ. | αρπακολλάν(ε) - αρπακολλούν(ε) | αρπακολλούσαν(ε) | θα αρπακολλάν(ε) - αρπακολλούν(ε) | να αρπακολλάν(ε) - αρπακολλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρπακόλλησα | θα αρπακολλήσω | να αρπακολλήσω | αρπακολλήσει | ||
β' ενικ. | αρπακόλλησες | θα αρπακολλήσεις | να αρπακολλήσεις | αρπακόλλα - αρπακόλλησε | ||
γ' ενικ. | αρπακόλλησε | θα αρπακολλήσει | να αρπακολλήσει | |||
α' πληθ. | αρπακολλήσαμε | θα αρπακολλήσουμε | να αρπακολλήσουμε | |||
β' πληθ. | αρπακολλήσατε | θα αρπακολλήσετε | να αρπακολλήσετε | αρπακολλήστε | ||
γ' πληθ. | αρπακόλλησαν αρπακολλήσαν(ε) |
θα αρπακολλήσουν(ε) | να αρπακολλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρπακολλήσει | είχα αρπακολλήσει | θα έχω αρπακολλήσει | να έχω αρπακολλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρπακολλήσει | είχες αρπακολλήσει | θα έχεις αρπακολλήσει | να έχεις αρπακολλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρπακολλήσει | είχε αρπακολλήσει | θα έχει αρπακολλήσει | να έχει αρπακολλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρπακολλήσει | είχαμε αρπακολλήσει | θα έχουμε αρπακολλήσει | να έχουμε αρπακολλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρπακολλήσει | είχατε αρπακολλήσει | θα έχετε αρπακολλήσει | να έχετε αρπακολλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρπακολλήσει | είχαν αρπακολλήσει | θα έχουν αρπακολλήσει | να έχουν αρπακολλήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρπακολλώ
|