αρτιώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αρτιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρτιώνω
- θα αρτιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρτιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αρτιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρτίωση