ασυνείδητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυνείδητα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασυνείδητα
- (κάνω κάτι) με ασυνείδητο τρόπο, χωρίς να καταλάβω ότι το κάνω
- ασυνείδητα ψηλάφισε τις τσέπες του για πακέτο τσιγάρων, παρότι τα έκοψε πριν δύο μήνες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυνείδητα