ασφαλτοστρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ασφαλτοστρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασφαλτοστρώνω
- θα ασφαλτοστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασφαλτοστρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ασφαλτοστρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασφαλτόστρωση