ατσαλώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ατσαλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ατσαλώνω
- θα ατσαλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ατσαλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ατσαλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ατσάλωση