ατυχώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατυχώς < αρχαία ελληνική ἀτυχῶς
Επίρρημα
[επεξεργασία]ατυχώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατυχώς
Δείτε επίσης : ἀτυχῶς |
ατυχώς