αυξομειώνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αυξομειώνοντας
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αυξομειώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυξομειώνοντας
|
αυξομειώνοντας
|