αυτοαθωώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοαθωώνομαι < αυτο- + αθωώνομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοαθωώνομαι

  • αθωώνω τον εαυτό μου
    Αν σταματήσουμε για λίγο να αυτοαθωωνόμαστε, θα αναγκαστούμε να παραδεχτούμε ότι μαζί με τον αναλφαβητισμό εξέλειψε -τι ειρωνεία!- και η εκτίμηση για τα γράμματα. (*)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]