αυτοαθωώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αυτοαθωώνομαι
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοαθωώνομαι | αυτοαθωωνόμουν(α) | θα αυτοαθωώνομαι | να αυτοαθωώνομαι | ||
β' ενικ. | αυτοαθωώνεσαι | αυτοαθωωνόσουν(α) | θα αυτοαθωώνεσαι | να αυτοαθωώνεσαι | (αυτοαθωώνου) | |
γ' ενικ. | αυτοαθωώνεται | αυτοαθωωνόταν(ε) | θα αυτοαθωώνεται | να αυτοαθωώνεται | ||
α' πληθ. | αυτοαθωωνόμαστε | αυτοαθωωνόμαστε αυτοαθωωνόμασταν |
θα αυτοαθωωνόμαστε | να αυτοαθωωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοαθωώνεστε | αυτοαθωωνόσαστε αυτοαθωωνόσασταν |
θα αυτοαθωώνεστε | να αυτοαθωώνεστε | (αυτοαθωώνεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοαθωώνονται | αυτοαθωώνονταν αυτοαθωωνόντουσαν |
θα αυτοαθωώνονται | να αυτοαθωώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοαθωώθηκα | θα αυτοαθωωθώ | να αυτοαθωωθώ | αυτοαθωωθεί | ||
β' ενικ. | αυτοαθωώθηκες | θα αυτοαθωωθείς | να αυτοαθωωθείς | αυτοαθωώσου | ||
γ' ενικ. | αυτοαθωώθηκε | θα αυτοαθωωθεί | να αυτοαθωωθεί | |||
α' πληθ. | αυτοαθωωθήκαμε | θα αυτοαθωωθούμε | να αυτοαθωωθούμε | |||
β' πληθ. | αυτοαθωωθήκατε | θα αυτοαθωωθείτε | να αυτοαθωωθείτε | αυτοαθωωθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοαθωώθηκαν αυτοαθωωθήκαν(ε) |
θα αυτοαθωωθούν(ε) | να αυτοαθωωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοαθωωθεί | είχα αυτοαθωωθεί | θα έχω αυτοαθωωθεί | να έχω αυτοαθωωθεί | αυτοαθωωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοαθωωθεί | είχες αυτοαθωωθεί | θα έχεις αυτοαθωωθεί | να έχεις αυτοαθωωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοαθωωθεί | είχε αυτοαθωωθεί | θα έχει αυτοαθωωθεί | να έχει αυτοαθωωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοαθωωθεί | είχαμε αυτοαθωωθεί | θα έχουμε αυτοαθωωθεί | να έχουμε αυτοαθωωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοαθωωθεί | είχατε αυτοαθωωθεί | θα έχετε αυτοαθωωθεί | να έχετε αυτοαθωωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοαθωωθεί | είχαν αυτοαθωωθεί | θα έχουν αυτοαθωωθεί | να έχουν αυτοαθωωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοαθωώνομαι
|