αυτοβούλως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοβούλως < αυτόβουλος + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
αυτοβούλως
- (λόγιο) με δική του θέληση και βούληση, με αυτοβουλία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοβούλως