voluntarily
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | voluntarily |
συγκριτικός | more voluntarily |
υπερθετικός | most voluntarily |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
voluntarily (en)
- εκούσια, εθελοντικά, χωρίς να αναγκαστεί
- ↪ They left voluntarily.
- Αποχώρησαν εκούσια.
- ↪ They voluntarily agreed to emissions reductions.
- Συμφώνησαν εθελοντικά σε μειώσεις εκπομπών.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
- ↪ They left voluntarily.
- εθελοντικά, χωρίς πληρωμή
- ↪ They voluntarily provide their services to their neighbors.
- Παρέχουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους στους γείτονές τους.
- ↪ They voluntarily provide their services to their neighbors.