αυτολήθη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτολήθη < αυτο- + λήθη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτολήθη θηλυκό

  1. βιωματική παύση
  2. το κώμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]