αφαιμάξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αφαιμάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφαιμάσσω
- θα αφαιμάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφαιμάσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αφαιμάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφαίμαξη