αὐθεντέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐθεντέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αὐθεντέω - αὐθεντῶ (συνηρημένο)

  1. έχω πλήρη εξουσία πάνω σε κάποιον
  2. διαπράττω φόνο

Συγγενικά[επεξεργασία]


Πηγές[επεξεργασία]