αὐθέντης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐθέντης < αρχαία ελληνική αὐθέντης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αὐθέντης αρσενικό

  • άρχοντας
    ※  15ος αιώνας Γεώργιος Σφραντζής, Chronicon Macario Melisseno @catholiclibrary.org
    Ταῦτα δὲ ἐπιτροπικῶς ἤρχετο, τοῦ μεγάλου πρωτοστράτορος Νικηφόρου τοῦ Μελισσηνοῦ ὄντα, ὃν διὰ τὴν ποικιλότητα τῆς φρονήσεως καὶ τὸ ὄξυ τῆς διανοίας καὶ εἰς τὰ πάντα δεξιώτατον καινοτέροις πείθεσθαι πράγμασι καὶ Μελισσουργὸν ἐπωνόμαζον· διστρισέγγονος γὰρ ἦν τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου Νικηφόρου καίσαρος τοῦ Μελισσηνοῦ, αὐθένται ὄντες ἔκπαλαι καὶ ἐξ ἀρχῆς τῆς πόλεως Αἴνου καὶ πάσης ἑαυτῆς παροικίας καὶ Μεσσηνιακοῦ τοῦ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ κόλπου.

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αὐθέντης οἱ αὐθένται
      γενική τοῦ αὐθέντου τῶν αὐθεντῶν
      δοτική τῷ αὐθέντ τοῖς αὐθένταις
    αιτιατική τὸν αὐθέντην τοὺς αὐθέντᾱς
     κλητική ! αὐθέντ αὐθένται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐθέντ
γεν-δοτ τοῖν  αὐθένταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐθέντης < αὐτός +‎ *ἕντης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *senh₁- (ετοιμάζω, επιτυγχάνω) + -της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αὐθέντης αρσενικό

  1. αυτός που διαπράττει μια πράξη (ιδίως έναν φόνο) με τα ίδια του τα χέρια
  2. αυτός που αυτοκτονεί
  3. ο αυθέντης, ο απόλυτος άρχοντας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]