αὐθέντης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αὐθέντης < αὐτός + *ἕντης (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *senh₁-: ετοιμάζω, επιτυγχάνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αὐθέντης αρσενικό
- αυτός που διαπράττει μια πράξη (ιδίως έναν φόνο) με τα ίδια του τα χέρια
- αυτός που αυτοκτονεί
- ο αυθέντης, ο απόλυτος άρχοντας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- αὐθέντης στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «αὐθέντης» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.