αὐχμέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αὐχμέω < αὐχμός
Ρήμα
[επεξεργασία]αὐχμέω/ αὐχμῶ (συνηρημένο)
- είμαι βρώμικος, άλουστος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 250 (249-250)
- αὐτόν σ᾽ οὐκ ἀγαθὴ κομιδὴ ἔχει, ἀλλ᾽ ἅμα γῆρας | λυγρὸν ἔχεις αὐχμεῖς τε κακῶς καὶ ἀεικέα ἕσσαι.
- Δεν βλέπω να φροντίζεσαι κι εσύ ο ίδιος· πέφτουν βαριά τα γηρατειά στους ώμους σου· | άπλυτος έμεινες και στέγνωσες, άσχημα είναι και τα ρούχα που φορείς.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτόν σ᾽ οὐκ ἀγαθὴ κομιδὴ ἔχει, ἀλλ᾽ ἅμα γῆρας | λυγρὸν ἔχεις αὐχμεῖς τε κακῶς καὶ ἀεικέα ἕσσαι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 250 (249-250)
- είμαι ξηρός, άνυδρος
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 4.10.7 @scaife.perseus
- ὅταν δ αὐχμὸς ᾖ καὶ μὴ γένηται τὸ κατὰ κεφαλὴν ὕδωρ, ἅπαντα αὐχμεῖ τὰ ἐν τῇ λίμνῃ,
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 4.10.7 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αὐχμός
Πηγές
[επεξεργασία]- αὐχμέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐχμέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.