βάιραλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάιραλ < (ακουστικό δάνειο) αγγλική viral

Επίθετο[επεξεργασία]

βάιραλ άκλιτο

 συνώνυμα: ιότροπος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]