viral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- viral < virus + -al < λατινική virus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wisos / *wīsos / *wiHsos (γλίτσα, βλέννα, δηλητήριο)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
viral (en)
- (βιολογία) που έχει σχέση με ιό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή προκαλείται από ιό
- (πληροφορική) που έχει σχέση με ιό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (νεολογισμός) που μεταδίδεται γρήγορα από στόμα σε στόμα ή μέσω των κοινωνικών δικτύων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
viral (en)
- (νεολογισμός) οτιδήποτε (κείμενο, εικόνα, βίντεο κ.λπ.) μεταδίδεται γρήγορα από στόμα σε στόμα ή μέσω των κοινωνικών δικτύων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | viral | virals |
θηλυκό | virale | virales |
viral (fr) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Βιολογία (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Νεολογισμοί (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)