βάπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷabʰ-

Ρήμα[επεξεργασία]

βάπτω

  1. βουλιάζω, βυθίζω
  2. βάφω
  3. γεμίζω την κούπα με κρασί βυθίζοντάς την σε δοχείο που έχει κρασί

Πηγές[επεξεργασία]