βαθμός ασφαλείας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]βαθμός ασφαλείας αρσενικό
- (νομικός όρος): περιοριστικό μέτρο χειρισμού εγγράφων και σημάτων που συνοδεύεται από τον χαρακτηρισμό τους ως εμπιστευτικό, άκρως απόρρητο κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαθμός ασφαλείας
|