βασίλεψε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βασίλεψε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βασιλεύω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βασιλεύω
βασίλεψε