βατεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βατεύω < ελληνιστική βατεύω
Ρήμα
[επεξεργασία]βατεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βατεύω
|