βεβηλώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]βεβηλώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος βεβηλώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]βεβηλώνομαι
- με καταστρέφουν και διαλύομαι.
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βεβηλώνομαι | βεβηλωνόμουν(α) | θα βεβηλώνομαι | να βεβηλώνομαι | ||
β' ενικ. | βεβηλώνεσαι | βεβηλωνόσουν(α) | θα βεβηλώνεσαι | να βεβηλώνεσαι | (βεβηλώνου) | |
γ' ενικ. | βεβηλώνεται | βεβηλωνόταν(ε) | θα βεβηλώνεται | να βεβηλώνεται | ||
α' πληθ. | βεβηλωνόμαστε | βεβηλωνόμαστε βεβηλωνόμασταν |
θα βεβηλωνόμαστε | να βεβηλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | βεβηλώνεστε | βεβηλωνόσαστε βεβηλωνόσασταν |
θα βεβηλώνεστε | να βεβηλώνεστε | (βεβηλώνεστε) | |
γ' πληθ. | βεβηλώνονται | βεβηλώνονταν βεβηλωνόντουσαν |
θα βεβηλώνονται | να βεβηλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βεβηλώθηκα | θα βεβηλωθώ | να βεβηλωθώ | βεβηλωθεί | ||
β' ενικ. | βεβηλώθηκες | θα βεβηλωθείς | να βεβηλωθείς | βεβηλώσου | ||
γ' ενικ. | βεβηλώθηκε | θα βεβηλωθεί | να βεβηλωθεί | |||
α' πληθ. | βεβηλωθήκαμε | θα βεβηλωθούμε | να βεβηλωθούμε | |||
β' πληθ. | βεβηλωθήκατε | θα βεβηλωθείτε | να βεβηλωθείτε | βεβηλωθείτε | ||
γ' πληθ. | βεβηλώθηκαν βεβηλωθήκαν(ε) |
θα βεβηλωθούν(ε) | να βεβηλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βεβηλωθεί | είχα βεβηλωθεί | θα έχω βεβηλωθεί | να έχω βεβηλωθεί | βεβηλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις βεβηλωθεί | είχες βεβηλωθεί | θα έχεις βεβηλωθεί | να έχεις βεβηλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βεβηλωθεί | είχε βεβηλωθεί | θα έχει βεβηλωθεί | να έχει βεβηλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βεβηλωθεί | είχαμε βεβηλωθεί | θα έχουμε βεβηλωθεί | να έχουμε βεβηλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βεβηλωθεί | είχατε βεβηλωθεί | θα έχετε βεβηλωθεί | να έχετε βεβηλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βεβηλωθεί | είχαν βεβηλωθεί | θα έχουν βεβηλωθεί | να έχουν βεβηλωθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βεβηλώνομαι
|