βεβηλώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βεβηλώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος βεβηλώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

βεβηλώνομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]