βερνικώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βερνικώνομαι < βερνικώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
βερνικώνομαι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κέρατο βερνικωμένο: άνθρωπος ιδιότροπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βερνικώνομαι
|