ξεροκέφαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεροκέφαλος < (ξερός) ξερο- + κεφάλ(ι) + -ος (-κέφαλος). Διαφορετική η ελληνιστική λέξη ξηροκέφαλος (με στεγνό κεφάλι)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kse.ɾoˈce.fa.los/
Επίθετο
[επεξεργασία]ξεροκέφαλος
- που επιμένει πολύ στην άποψή του και δεν την αλλάζει εύκολα, δεν λαμβάνει υπ' όψιν τις γνώμες των άλλων
- Πόσο ξεροκέφαλος, Θεέ μου! Μόνο όταν έβαλα μπροστά στα μάτια του το λεξικό και διάβασε τον ορισμό παραδέχτηκε τελικά πως είχα δίκιο.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ξεροκέφαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας