borné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- borné < borner
Επίθετο[επεξεργασία]
borné (fr)
- περιορισμένος, που εμποδίζεται από κάτι
- (για άτομα) στενόμυαλος
- (μαθηματικά) που έχει ένα όριο (ή και πολλά)