ξεροκεφαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξεροκεφαλιά | οι | ξεροκεφαλιές |
γενική | της | ξεροκεφαλιάς | των | ξεροκεφαλιών |
αιτιατική | την | ξεροκεφαλιά | τις | ξεροκεφαλιές |
κλητική | ξεροκεφαλιά | ξεροκεφαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεροκεφαλιά < ξεροκέφαλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεροκεφαλιά θηλυκό
- η ιδιότητα του ξεροκέφαλου, οι ενέργειες ή πεποιθήσεις που δείχνουν ότι κάποιος πως είναι αγύριστο κεφάλι, η εμμονή σε μια προσωπική απόφαση ή αντίληψη παρότι όλα δειχνουν ότι είναι εσφαλμένη ή μη συμφέρουσα, η αδυναμία να αλλάξει κάποιος άποψη και να ακουσει τη γνώμη των άλλων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεροκεφαλιά
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)