βηματοδότησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βηματοδότησης θηλυκό
- γενική ενικού του βηματοδότηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- βηματοδοτήσεως (λόγιο)