βηματοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βηματοδότηση | οι | βηματοδοτήσεις |
γενική | της | βηματοδότησης* | των | βηματοδοτήσεων |
αιτιατική | τη | βηματοδότηση | τις | βηματοδοτήσεις |
κλητική | βηματοδότηση | βηματοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βηματοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βηματοδότηση < βηματοδοτώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βηματοδότηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βηματοδοτώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βηματοδότηση
|