βιοεπαγρυπνήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βιοεπαγρυπνήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του βιοεπαγρύπνηση
- εναλλακτικά: βιοεπαγρύπνησης
βιοεπαγρυπνήσεως θηλυκό