βιοεπαγρύπνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιοεπαγρύπνηση | οι | βιοεπαγρυπνήσεις |
γενική | της | βιοεπαγρύπνησης | των | βιοεπαγρυπνήσεων |
αιτιατική | τη | βιοεπαγρύπνηση | τις | βιοεπαγρυπνήσεις |
κλητική | βιοεπαγρύπνηση | βιοεπαγρυπνήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοεπαγρύπνηση (νεολογισμός) < βιο- + επαγρύπνηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοεπαγρύπνηση θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική) επαγρύπνηση και μέτρα προφύλαξης για βιολογικούς λόγους
- ※ Λοίμωξη από τον ιό Ζika: Μέτρα βιοεπαγρύπνησης για ιστούς, όργανα, κύτταρα και άλλες ουσίες ανθρώπινης προέλευσης. (* @keelpno.gr)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιοεπαγρύπνηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επ- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)