βοηθημένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
βοηθημένων
- γενική πληθυντικού του βοηθημένος
- γενική πληθυντικού του βοηθημένη
- γενική πληθυντικού του βοηθημένο