βομβάρδισε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βομβάρδισε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βομβαρδίζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βομβαρδίζω