βούκκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βούκκα < λατινική bucca

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βούκκα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)