βούτομα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε Βούτομο, βούτομο, βούτομον

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βούτομα < → δείτε τη λέξη βούτομο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βούτομα ουδέτερο

  1. (φυτό) κοινή ονομασία για το φυτό Σκίρπος ο λιμναίος, Scirpus lacustris
     συνώνυμα: βούτομο, βουτόμι
  2. (φυτό) κοινή ονομασία για το φυτό Βρύο το κυλινδρικό, του γένους Bryum
     συνώνυμα: βούτομο
  3. (φυτό) κοινή ονομασία για το φυτό Λάγουρος ο ωοειδής Lagurus ovatus

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]