λιμναίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λιμναίος | η | λιμναία | το | λιμναίο |
γενική | του | λιμναίου | της | λιμναίας | του | λιμναίου |
αιτιατική | τον | λιμναίο | τη | λιμναία | το | λιμναίο |
κλητική | λιμναίε | λιμναία | λιμναίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λιμναίοι | οι | λιμναίες | τα | λιμναία |
γενική | των | λιμναίων | των | λιμναίων | των | λιμναίων |
αιτιατική | τους | λιμναίους | τις | λιμναίες | τα | λιμναία |
κλητική | λιμναίοι | λιμναίες | λιμναία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιμναίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιμναῖος. Συγχρονικά αναλύεται σε λίμν(η) + -αίος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /liˈmne.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐μναί‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
λιμναίος, -α, -ο
- (λόγιο) άλλη μορφή του λιμνίσιος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λίμνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιμναίος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αίος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)