βύθισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βύθισις < βυθί(ζω)+ -σις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βύθισις θηλυκό