γάμησέ τα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάμησέ τα < προστακτική αορίστου του γαμάω & αδύνατος τύπος αντωνυμίας τα (αυτά)

Έκφραση[επεξεργασία]

γάμησέ τα!

Άλλες μορφές[επεξεργασία]