χάλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάλια < χάλι
Επίρρημα[επεξεργασία]
χάλια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- άθλια
- (άλλο ύφος, πιο ανεπίτρεπτο) σκατά
- (άλλο ύφος, χυδαίο) γάμησέ τα, γάμα τα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάλια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
χάλια
- χάλι, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού