γενικεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]γενικεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γενικεύω
- θα γενικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γενικεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]γενικεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γενίκευση