γεραίρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεραίρω < αρχαία ελληνική γεραίρω (τιμώ, βραβεύω) < γέρας
Ρήμα[επεξεργασία]
γεραίρω
- συγχαίρω
- Τους ήρωες γεραίρει η δημώδης μούσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεραίρω
|