γεφυροπαρεγκεφαλιδική
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γεφυροπαρεγκεφαλιδική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γεφυροπαρεγκεφαλιδικός
γεφυροπαρεγκεφαλιδική