γιαλαντζί ντολμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιαλαντζί ντολμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική yalancı dolma < yalancı (γιαλαντζί) (ψεύτης) & dolma (ντολμάς), κυριολεκτικά: ψευτοντολμάς
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γιαλαντζί ντολμάς αρσενικό
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιαλαντζί ντολμάς