γιαλαντζί ντολμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιαλαντζί ντολμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική yalancı dolma < yalancı (γιαλαντζί) (ψεύτης) & dolma (ντολμάς), κυριολεκτικά: ψευτοντολμάς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝa.lanˈd͡zi dolˈmas/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιαλαντζί ντολμάς αρσενικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]